Η αναγκαστική περίοδος εκ της οποίας διέρχεται η σλανγκαριέρα του σλάνγκου, κατά την οποία αυτός επανεξετάζει και αναδιαρθρώνει την γενικότερη περί σλανγκισμού θεώρηση και στάση ζωής του.

Κατά την περίοδο αυτή ο σλάνγκος, δια του σλανγκολογισμού του, διερευνά και ανακαλύπτει την ύπαρξη ή μη του ταλέντου σλανγκάρχου που απαιτεί η επιστήμη του σλανγκισμού, τις ανοχές και αντοχές του απέναντι στο φαινόμενο του σλανγκαρχιδισμού, την αναγκαιότητα του σλανγκίζειν στην καθημερινότητά του, καθώς και την δυνατότητα σύμπνοιας του με το σλανγκαρχείο.

Ο χρόνος εμφάνισης της σλανγκοπαύσεως δεν είναι σταθερός και διαφέρει από σλάνγκο σε σλάνγκο. Η λήξις της περιόδου της σλανγκοπαύσεως προϋποθέτει την ταυτόχρονη λήξη της σλανγκιπενίας που πιθανόν να έχει προσβάλει τον σλαγκολογιζόμενο, διότι σλανγκιπενίας παρούσης παρούσης οὐκ ἄν τις σλανγκίζειν δυνάμενος.

- Πού εξαφανίστηκε ο Στράβων;
- Άσε, περνάει σλανγκόπαυση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified