Εντάσσεται στην ευρύτερη συνομοταξία των τσιγκουνοειδών, αλλά έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες που τον διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα είδη της συνομοταξίας.

Συνδυάζει μεταξύ άλλων τα σπάνια χαρίσματα της τσιγκουνιάς, καρμιριάς, ξινίλας και μούχλας. σε μια δοσολογία αξιοθαύμαστη για τη μη τύρηση του μέτρου.

Η απόλυτη κατάρρευση της ρήσης «τα πάντα εν σοφία εποίησες». Ετυμολογικά παραπέμπει σε μυτζήθρα και όλα τα μυτζηθροπαράγωγα.

Ο μιντζίρης απαντάται ελεύθερος στη φύση ή ως στέλεχος τραπεζικών, μεσιτικών, ασφαλιστικών οργανισμών, τομείς στους οποίους το προσόν της μιντζιριάς είναι περιζήτητο.

Στον ιδιωτικό τομέα, αν κάποιος αντιληφθεί ότι το αφεντικό του είναι μιντζίρης, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ψάξει άλλη δουλειά και να φύγει άρον άρον. Να μην κοιτάξει ποτέ πίσω του και να μην μπει στο τριπάκι αποζημίωσης από τον μιντζίρη. Είναι πιθανότερο να βγουν του σπανού τα γένια παρά κάποιος να ξεγελάσει στα λεφτά έναν μιντζίρη.

Η σύνταξη του γερο-μιντζίρη αρκεί για ζήσει μιντζιροπρεπώς για 3-4 μήνες. Τα υπόλοιπα τα αποταμιεύει για τα δύσκολα γεράματα, ώστε να έχει ένα διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους επίδοξους μιντζιροκόμους.

Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να είναι ο πρώτος που θα συναντήσεις το πρωί. Χειρότερος και από μαύρη γάτα.

Το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να τον κληρονομήσεις. Θα βρεις σπίτια, χρήματα σε λογαριασμούς και πουγκιά με κοκοράκια στο λιγδιασμένο σεντούκι. Επειδή όμως η συναναστροφή με μιντζίρη κρύβει πολλές εκπλήξεις, είναι σοβαρό το ενδεχόμενο να φας τον γέρο μιντζίρη στη μάπα και να τον κληρονομήσει κάποιος άλλος ή τελικά να σε κληρονομήσει αυτός.

ΠΡΟΣΟΧΗ, Ο μιντζίρης «δαγκώνει».

<ντριιιιν>
<ντριιιιν><ντριιιιν>
- Ποιος διάολο να είναι πρωί-πρωί Κυριακάτικα. - Ρε συγκάτοικε, σήμερα δεν είναι 1η του μηνός;
- Ε! - Ο σπιτονοικοκύρης θα είναι. - Τον πούστη, τον μιντζίρη, γαμώ τα λεφτά του και τα σπίτια του. Μην του ανοίξεις του πούστη. <ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν><ντριιιιν>

Συνεχίζεται...

(από ironick, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ταύτιση με μια ομάδα. Ο αποδέκτης του λήμματος παύει να έχει όνομα, δεν είναι ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Γιώργος, είναι απλά ο ΠΑΟΚ ο ίδιος.

Το λήμμα χρησιμοποιείται εβραίως στη Β. Ελλάδα είτε σε συνομιλίες μεταξύ οπαδών είτε σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές με συμμετοχή πάντα οπαδών.

Η έννοια του λήμματος είναι διττή. Εκφράζει τόσο την ταύτιση του οπαδού με την ομάδα όσο και το αντίστροφο. Αναφέρεται δηλαδή σε λαϊκές ομάδες που βασική τους δύναμη είναι ο κόσμος τους.

Όπως όλες οι μεγάλες ατάκες (βλ. «σήκωσε το το γαμημένο» κ.α.) έτσι και αυτή ξεκίνησε από την Θεσσαλονικιώτικη μαγκιά των ΠΑΟΚτσίδων ή επί το μονολεκτικότερον ΠΑΟΚτιδιλίκι αλλά το δανείστηκαν και οπαδοί άλλων ομάδων.

-Με ποιόν παίζουμε την Κυριακή;
-Τι ρωτάς ρε φίλε, ΠΑΟΚ είσαι, με όποιον και να παίζουμε θα τον πατήσουμε.

-Ρε εσύ μαλάκα, θα μας σφυρίζει λέει ο Σπάθας την Κυριακή.
- Μη μασάς ρε, ΠΑΟΚ είσαι ρε, χαλάρωσε. Ας μας σφυρίξει και ο Κόκκαλης. ΠΑΟΚ είσαι, μη μασάς τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τελευταίο αποκούμπι, σε χόρτο μορφή, του χασικλή.

Κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, ο επί του στριψίματος είναι χουβαρντάς με την ομήγυρη, στρίβει και ξαναστρίβει τρίφυλλα μπουριά. Στην πορεία το γυρνάει στα διφυλλάκια. Ακολουθούν οι ψύλλοι με τον κατιμά και το επόμενο πρωί έχει γενική καθαριότητα.

Το τίναγμα της κουρελούς μπορεί να κρύβει ευχάριστες εκπλήξεις. Συνήθως περιέχει σπόρια και κομματάκια φούντας που ίσα που τα πιάνει το μάτι, αλλά συμβαίνει αραιά και πού να έχει πέσει στην κουρελού και κανένα αξιοπρεπές κομμάτι. Πού καιρός για διαλογή όμως. Ο φίλος μας τα σκουπίζει όλα, σκόνες, χορταράκια και τα λοιπά συστατικά της κουρελούς για ένα τελευταίο πιώμα. Πιάνει το έπιπλο και γρατζουνάει ένα ταξίμι για τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασαν και η ζωή συνεχίζεται. Στην υγειά μας.

- Ξύπνα Μήτσο, μεσημέριασε.
- Τι έγινε ρε μάγκα, στον ύπνο σου με έβλεπες;
- Ξύπνα ρε Μήτσο σε λέω, μία πάει η ώρα.
- Στρίψε έναν ψίλο να πιούμε με τον καφέ.
- Δε γίνεται. Πάλι χάσαμε το ρέγουλο χθες και σώθηκε το πράμα. Άσε που δεν και παίζει μία και μας βλέπω στην ξεραΐλα για καιρό.
- Μην άγχεσαι Αρίστο, συνηθισμένα τα βουνά απ' τα χιόνια. Θα πιούμε την κουρελού. Για μετά βλέπουμε.

Από σέβας και δέος μπροστά στον Γιοβάν Τσαούς και ένα μουσικό παράδειγμα.

Δώστε βάση στο μήδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιστίκι. Συνομοταξία: αγγειόσπερμα (Magnoliophyta), ομοταξία: δικοτυλήδονα (Magnoliopsida), υφομοταξία: ροδίδες (Rosidae), τάξη: σαπινδώδη (Sapindales), οικογένεια: ανακαρδιοειδή (Anacardiaceae), γένος: πιστακία (Pistacia).

Αυτά με τα επιστημονικά. Μέχρι πρότινος γνωρίζαμε το αράπικο, το κελυφωτό, το αλμυρό, το Αιγίνης ή σαν φιστίκ και τελευταία μάθαμε και το κάσιους. Τόσο ίδια αλλά και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, τα οποία, λόγω του λαϊκής τους κατανάλωσης, έδωσαν και μερικά μαργαριτάρια στη slang ανάλογα με την ποικιλία.

Τον καθάρισε σαν φιστίκι. Αναφέρεται σε όλες τις ποικιλίες φιστικιού που καθαρίζονται από το τσόφλι ή από τις φλούδες με μία μόνο κίνηση. Το λήμμα χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος καθάρισε κάποιον, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά, με εξαιρετική ευκολία και χωρίς δεύτερη σκέψη.

Το ρούφηξε σαν φιστίκι. Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο ή στο σεξ για να δώσει έμφαση στο μέγεθος της οπής σε σχέση με την διεισδούμενη σε αυτήν οντότητα. Πηγή έμπνευσης, το φιστίκι με κέλυφος ή το Αιγίνης, από το οποίο αρπάζουμε το φιστίκι με το χαρακτηριστικό ρούφηγμα.

Τα τρώει σαν φιστίκια. Είναι γνωστό εξάλλου ότι «μετά το ποπ δεν έχει στοπ» και «κανείς δε μπορεί να φάει μόνο ένα». Αναφέρεται σε όλα τα φιστίκια τα οποία ως αλμυρά και λιπαρά που είναι, είναι άκρως εθιστικά και, φυσικά, άκρως παχυντικά. Αυτός επομένως που «τα τρώει σαν τα φιστίκια», τα τρώει με χαρακτηριστική ευκολία, με μεγάλη ταχύτητα και αδιάλειπτα.

Τα φιστίκια και γενικότερα οι ξηροί καρποί, μας έχουν δώσει δεκάδες λήμματα, όπως: αλμυρό φιστίκι, φιστίκι, φιστίκι αράπικο, κατάπιε το στραγάλι, φουντούκι κ.α., τοποθετώντας τους ξηρούς καρπούς πολύ ψηλά στην κατάταξη των πηγών έμπνευσης της αργκό.

  1. - Τι έκανε ο ΠΑΟΚ στα πλέι οφ;
    - Τι να έκανε; Τους καθάρισε όλους σαν φιστίκια.

  2. Αυτό το παιδί τρώει τους κεφτέδες σαν φιστίκια. Πού τα βάζει ρε παιδί μου!!!

  3. Μαλάκα έπαθα ζημιά, νόμιζα ότι είχα κάποια σχετικά προσόντα, αλλά αυτή τον ρούφηξε σαν φιστίκι. Σου μιλάω τον εξαφάνισε. Στην αρχή τρόμαξα αλλά μετά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασική αρχή της αργκό: τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Δε χρειάζονται πολλές λεπτομέρειες ειδικά όταν αφορούν περιγραφές διαλόγων που διημείφθησαν στο παρελθόν ή που θα γίνουν στο μέλλον.

Σε αντίθεση με το γυναικείο κουτσομπολιό που αρέσκεται να αναπαραγάγει τους διαλόγους «με το νι και με το σίγμα«, που γουστάρει να δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια των λέξεων, των εκφράσεων των συνομιλητών κλπ, στην αργκό τα λόγια είναι περιττά. Δεν έχει καμία σημασία τι ειπώθηκε ή τι θα ειπωθεί. Όλα αυτά μπαίνουν σε έναν αστερίσκο με την υποσημείωση «το και το», τρεις λέξεις που τα λένε όλα, ρητά, απλά και κατηγορηματικά.

Το «το και το» επίσης δηλώνει ότι τα παραλειπόμενα περιττά λόγια ήταν λόγια ουσίας που ακολουθούσαν το δόγμα «ο λόγος μου συμβόλαιο». Λόγια σταράτα, ξηγημένα και ο ακροατής του «το και το» δεν χρειάζεται να ακούσει περισσότερα, να απασχολήσει το μυαλό του με μπουρδολογίες, είναι και αυτός της ιδίας σχολής. Έχει ήδη καταλάβει.

- Τι έγινε ρε Βάγγο με τον αρραβωνιαστικό της αδερφούλας σου; Εθεάθη λένε με κακιές παρέες. - Τι να γίνει ρε Παμεινό, τον έπιασα προχθές, του τα 'πα έξω από τα δόντια. Του λέω: «Βλάση, το και το». Με έπιασε αμέσως. Τον θάμπωσε βλέπεις και το εργαλείο. Από 'δω και πέρα θα είναι αρνάκι, μου το υποσχέθηκε οικειοθελώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει δωροδοκηθεί, ο λαδωμένος, ο σίγουρος και όχι μόνο.

Διαφέρει από τον λαδιάρης, καθότι ο δεύτερος το έχει χούι το λάδωμα, ενώ ο πιασμένος δύναται να είναι περιστασιακά λαδωμένος, αλλά μπορεί και να μην είναι καν λαδωμένος.

Το λήμμα παραπέμπει σε συνομιλία του ενός «τον έπιασα και του είπα το και το» ή σε εκβιασμό «θα κάνεις έτσι διαφορετικά τη γάμησες» ή σε συνδιαλλαγή «θέλεις να κάνεις έτσι για να...», χωρίς να αποκλείεται συνδυασμός των προηγουμένων, γι' αυτό και ο πιασμένος συχνάκις απαντάται και ως μιλημένος. Ενίοτε ο πιασμένος λειτουργεί και αυτοβούλως, πχ «πόσα δίνεις για να...».

Ο πιασμένος είναι σιγουράτζα. Είναι εξαιρετικά απίθανο να παρεκκλίνει της συμφωνίας αν δεν θέλει να έχει ντράβαλα, καθότι το boss έχει φροντίσει να δέσει καλά το γάιδαρό του.

Πιασμένοι μπορούν να υπάρχουν και άνω του ενός, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα του boss, και βρίσκονται παντού. Στο αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα μπορεί να είναι ένας ή ομάδα ενόρκων (βλέπει ταινία «οι αδιάφθοροι»), στο δικό μας μπορεί να είναι κάποιος δικαστής. Πιασμένος όμως μπορεί να υπάρξει και στο ποδόσφαιρο, σε μια μεγάλη εμπορική συμφωνία ή ακόμη και στην πολιτική και γενικότερα όπου παίζουν συμφέροντα, μικρά ή μεγάλα.

Σημείωση: Στο Ελληνικό πολιτικό σύστημα ουδείς πολιτικός δύναται να είναι πιασμένος διότι ελέγχεται από την κρισάρα (μασονικός όρος) του Ελληνικού κοινοβουλίου, τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή αφού ο Έλλην ψηφοφόρος δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Εξάλλου όλα τα παραπάνω είναι τυπικού χαρακτήρα δεδομένου ότι οι χαρακτήρες των Ελλήνων πολιτικών είναι αδαμάντινοι και κοινώς «δεν πιάνονται».

  1. Είναι δυνατόν; Πώς το ρούφηξε έτσι το μπαλάκι. Λες να είναι πιασμένος;

  2. - Πόσα χρόνια λες να φάμε συνήγορε;
    - Μη στεναχωριέσαι, ο δικαστής είναι δικός μας, τον έχουμε πιασμένο.

(από Stravon, 13/06/10)

Δες και πιάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ως τέρμα ή γκολ αλλά στο πιο μόρτικο.

Πιθανότατα προέρχεται από το ομώνυμο επιτραπέζιο παιχνίδι των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων.

Λόγω του κοινού πελατολογίου (target group) των σφαιριστηρίων και των γηπέδων ο όρος σύντομα μεταπήδησε στο πραγματικό ποδόσφαιρο αφού ως γνωστόν στο ποδοσφαιροχώρο ο κάθε «φίλαθλος» ταυτίζει την προσωπικότητα του με την ομάδα του.

Ο υποστηρικτής της νικήτριας αναφέρει ως μπαλάκια τα γκολ που έριξε η ομάδα του –σαν να έβαλε ο ίδιος– τόσο για να υποτιμήσει τον αντίπαλό και την ομάδα του όσο και για να υπάρξει κοινή κωδικοποίηση με το παιχνίδι στο οποίο θα αναμετρηθούν αργότερα για να βγάλουν τα σπασμένα τους.

Μπορεί να σταθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα λήμματα όπως το ρούφηξε ή το τσίμπησε το μπαλάκι.

  1. Τι γίνεται αδερφέ; Πόσα μπαλάκια θα σας ρίξουμε την Κυριακή;

  2. Δεν έχετε ελπίδες με τον ΠΑΟΚ. Σας έχει ταρίφα δύο μπαλάκια.

  3. Αυτός ο τερματοφύλακας ρουφάει τα μπαλάκια σαν τα φιστίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ως ποδοσφαιράκι (από «μπάλα», υποκ. «μπαλάκι»). Παιχνίδι του χώρου των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων, όπου στεγάζονταν οι δημιουργικές ανησυχίες νέων και των τέντυ-μπόιδων της γενιάς του μεταπολέμου, αλλά και των επομένων, μέχρι την εποχή της επανάστασης των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Είναι επιτραπέζια προσομοίωση ποδοσφαίρου, παίζεται από 2 ή 4 παίχτες. Την αναμέτρησης προηγείται διαπραγμάτευση των αντιπάλων (ατόμων ή ομάδων) σχετικά με τους όρους του στοιχήματος, αν θα μετρήσουν τα γκολ από τις δυάδες ή από τις πεντάδες, αν θα επιτρέπονται τα φουρφούρια καθώς και πόσες «μάρκες» θα παιχτούν.

Στη συνέχεια ζητάμε μάρκες από το ταμείο, βάζουμε το δεκάρικο (μετέπειτα εικοσάρικο, πενηντάρικο, κατοστάρικο) στην εγκοπή, τραβάμε το λεβιέ, πέφτουν 5 μπαλάκια στο συρτάρι και ξεκινάει το παιχνίδι.

Ο αγωνιστικός χώρος είναι νοβοπανιζέ, ξύλινοι ήταν αρχικά οι ποδοσφαιριστές που αργότερα έγιναν και αυτοί, όπως όλα, πλαστικοί. Το τερέν κάτω από κάθε ποδοσφαιριστή είναι εμφανώς φθαρμένο, ιδίως κάτω από το σέντερ φορ, λόγω του «σφιξίματος» της μπάλας. Φθορά όμως της επιφάνειας δεν υπάρχει κάτω από τα μπανιστήρια, αφού απαγορεύεται ρητά το γκολ από αυτά.

Ενίοτε το κατάστημα απαγορεύει το «σφίξιμο» για να μη χαλάσει το μηχάνημα, αλλά κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό επίτευξης ενός γκολ συνοδευμένου από τον χαρακτηριστικό δυνατό κρότο.

Το σκορ δεν το κρατάει κανένας. Σημασία έχει πόσα μπαλάκια «φεύγει» η προπορευόμενη ομάδα, πχ: «δύο φεύγω», ενώ η ισοπαλία λέγεται «όλα».

Στο τέλος ο νικητής καλεί περιπαιχτικά τον ηττημένο να πάει «στο ταμείο», όντας φυσικά καταϊδρωμένος, αφού το «άθλημα» απαιτεί σωματική κίνηση.

— Πάμε μια κόντρα στο μπαλάκι;
— Πάλι θέλεις να χάσεις;
— Γιατί ρε μάγκα πότε ξαναέχασα;
— Καλά ρε, χθες δεν έχασες ένα κατοστάρικο;
— Χμ!! Αφού έπαιζε πίσω ο άσχετος ρε εσύ. Πάει δύο κατοστάρικα οι πέντε μάρκες;
— Κατάστημα, πιάσε πέντε μάρκες. Βρήκαμε θύμα.

ποιος είναι για μια κόντρα; (από Stravon, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέση στο μπαλάκι. Αναφέρεται στους δύο ακριανούς ψεύτικους ποδοσφαιριστές που βρίσκονται εκατέρωθεν του σέντερ φορ.

Χαρακτηριστικό των μπανιστηριών είναι ότι απαγορεύεται να σουτάρει κάποιος με αυτά, αφού η μπάλα πάει διαγώνια και είναι πολύ δύσκολο να την αποκρούσει ο αντίπαλος. Επειδή δεν θεωρείται «αντρικό», απαγορεύεται γκολ από αυτά, εκτός αν μπει από κόντρα μετά από απομάκρυνση της αντίπαλης δυάδας.

Κατόπιν συμφωνίας μπορεί ένα τέρμα από μπανιστήρι, είτε απλά να μη μετρήσει, είτε να μετρήσει ανάποδα. Έτσι, το μπανιστήρι αρκείται απλά να επιδιώκει την κόντρα ή να προσπαθεί να μπερδέψει τον αμυνόμενο δίνοντας γρήγορες πάσες.

Ακριβώς γι' αυτό, επειδή δηλαδή μπανίζουν τα γκολ αλλά γκολ δε βάζουν, λέγονται μπανιστήρια.

— Γκοοοοολ!!!!
— Τι λες ρε μαλάκα, με γκολ από μπανιστήρι θέλεις να νικήσεις;
— Κόντρα ήταν ρε μαλάκα.
Άσε τα σάπια.
&^()&^)&#%_*(^)#*%)#.

Δες και πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται πιθανότατα από την τεχνολογία και συγκεκριμένα από την ηλεκτρική σκούπα η οποία, όπως έλεγε η παλιά διαφήμιση, «η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη».

Το ρούφηγμα προϋποθέτει δύο ικανές και αναγκαίες συνθήκες. Την είσοδο αντικειμένου βαθιά εντός μιας κοιλότητας και την ταυτόχρονη παραγωγή ήχου.

Το λήμμα βρίσκει εφαρμογή σε πολλά πεδία της κοινωνικής μας ζωής.

Ποδόσφαιρο: Αναφέρεται σε τερματοφύλακα με ειδική ικανότητα να τρώει γκολ ακόμη και από σουτ που δείχνουν να πηγαίνουν έξω ή από σουτ με κατεύθυνση προς το σώμα του ή γενικότερα σουτ εύκολα αποκρούσιμα.

Όταν κάποιος τερματοφύλακας το ρουφάει το γκολάκι, ακολουθεί ποικιλία απροβλέπτων και διόλου κολακευτικών αντιδράσεων από την εξέδρα. Συνήθως όταν ένας τερμαρής ρουφάει ένα γκολάκι, ρουφάει και δεύτερο καθώς καταρρακώνεται ψυχολογικά. Ο ρούφους τερμαρής ενίοτε κατηγορείται ότι τα έχει αρπάξει από τον αντίπαλο.

Αφροδισιακά: Αναφέρεται στη παθιασμένη γυναίκα που δεν αρκείται στον παθητικό ρόλο, παίρνει την τύχη στα χέρια της, διεκδικεί όλο το μερίδιο της ηδονής και το ρουφάει το πέος (πραγματικό ή αντίγραφο). Σε αυτή την περίπτωση ο παραγόμενος ήχος διαφέρει ανάλογα με την κοιλότητα ρουφήγματος. Ο δε ο φορέας της ρουφούμενης οντότητας, απλά απολαμβάνει το θέαμα και την αίσθηση και δέχεται την όλη κατάσταση αδιαμαρτύρητα. Συνήθως, όταν κάποια ξεκινήσει το ρούφηγμα δεν το σταματάει, φεύγουν οι αναστολές της, το αναζητεί διαρκώς και γίνεται περιζήτητη από τον ανδρικό πληθυσμό καθώς ... τη ρουφήχτρα πολλοί εμίσησαν, το ρούφηγμα όμως ουδείς.

Το λήμμα προϋπήρχε της εφεύρεσης της ηλ.σκούπας, με περιπαικτική όμως και υποτιμητική διάθεση. Βλέπε ρούφα τ' αυγό σου

- Τι έγινε φιλαράκι; Πάλι χάσατε;
- Τι να κάνεις με τον μαλάκα που μπλέξαμε. Δεν είδες πως τα ρουφούσε τα γκολάκια; Άσε φίλε, πιασμένος ήταν.

(από Vrastaman, 11/06/10)ενα φραπε με προυφάν (από perkins, 11/06/10)Ποδόσφαιρο: Τερματοφύλαξ ονόματι Peter Rufai. (από Khan, 12/06/10)Σεξ/ πολιτική: (S)he sucks dick like Hoover! (από Khan, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified