Η λέξη προέρχεται από την γνωστή σε όλους /-ες «ιδρωτίλα»: ιδρωτίλα-τωτσίλα-τωτσίλας.

Ο τωτσίλας είναι ο κλασικός βρωμύλος σουβλατζής, ο οποίος εκτός του ότι πιάνει όλα τα υλικά με τα χέρια (εκτός από τις σάλτσες που χρησιμοποιεί για όλες το ίδιο σιχαμερό μαχαίρι), έχει την τρισάθλια συνήθεια να μην σκουπίζει ποτέ τον ιδρώτα του (!), με αποτέλεσμα αυτός (ο ιδρώτας) να ρέει άφθονος μέσα στο σουβλάκι που σου φτιάχνει, οπότε καταλήγεις να τρως κάτι το οποίο εκτός από βρώμικο είναι λες και το έχεις ψαρέψει από αλυκές... Επίσης μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και για το σουβλατζίδικο, και όχι μόνο για τον σουβλατζή αυτοπροσώπως.

- Ρε μαλάκα Μάκη ψήσου να παραγγείλουμε κανένα σουβλάκι να φάμε μαζί με τον αγώνα!
- Ναι ρε, εννοείται, από που λες να πάρουμε; - Απ' το «special» κάτω απ' τις γραμμές.
- Τι λες ρε;! Απ' αυτόν τον τωτσίλα θα πάρουμε; - Έλα ρε, αφού κι εσύ ξέρεις ότι το βρώμικο είναι πάντα πιο γευστικό!

Οβελιστήριον το Βρώμικο (Ρέθυμνο -- παλιά πόλη) (από GATZMAN, 11/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified