Η μαλάκω (θηλ. του «μαλάκας») επί το περιφρονητικότερον. Η κατάληξη -γκω παραπέμπει σε βλαχάρα και επίσης προσφέρεται για ένρινη προφορά ώστε να υποτιμηθεί ακόμα περισσότερο η περί ής ο λόγος.

- Δεν σε βλέπω κεφάτο...
- Έχω μπλέξει με αυτήν τη μαλάγκω ρε πστ, δεν μπορώ άλλο!

Got a better definition? Add it!

Published