Όρος που χρησιμοποείται όταν είμαστε οργισμένοι. Σα να λέμε μαλάκας, κττ.

Όμως λέγεται και όταν είμαστε σε καλή διάθεση, όπως στην περίπτωση που η λέξη αντικαταστάθηκε από το περίφημο «τιμημένο» και έτσι μπόρεσαν όλοι να πουν τη λέξη άφοβα... (βλ. παράδειγμα 3)

  1. - Είδες;
    - Ναι, τον γαμημένο, τά 'χω πάρει άσχημα τώρα.

  2. Το γαμημένο, δεν ανοίγει με τίποτα.

  3. (εν χορώ) Σήκωσέ το, το τιμημένο!

Παθητική μετοχή του γαμιέμαι. Δες και ναι το γαμημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified