Το ψευδώνυμο χρήστη ιντερνετικού τόπου.

Εκ του αγγλικού nick < nickname < μεσαιωνικού ekename < [eke + name] όπου eke < IE aug- ~ ἄυξω- και name < ὄνομα.

Καμία σχέση με το Αραβικό nik ή με το έτερο ήμισυ της Ironick.

-το πιο ωραιο ηταν το νικ του μουνιλα...
(εδώ)

- Ευχαριστώ πολύ μάρα κουταμάρα :) (χιχι τι αστείο νικ :P) (εκεἰ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified