Πελοποννησιακά: Φλομώνω, βουλώνω / φράζω (αναφορά: εδώ), ταπώνω / πωματίζω (αναφορά: εδώ). Σε λεξικό το βρίσκουμε ως μετάφραση του αγγλικού «stuff».

Ένα σπίτι μπορεί να πουμώσει από καπνό, να ντουμανιάσει σε φάση. Μια μύτη μπορεί να έχει πουμώσει από τις μύξες, η φάση που είσαι εντελώς φρακαρισμένος, αλλά δεν πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, όσο και να φυσάς / ρουφάς.

Στη Ναύπακτο όπως και στη Λακωνία φαίνεται να έχει και την έννοια σκεπάζω καλά, κρύβω κάτι, συγκαλύπτω για το οποίο όμως δεν εβρέθη σχετικό παράδειγμα, ο έχων ακούσει παρακαλώ να συνεισφέρει σχετικά.

Παραδείγματα από σλανγκογιαγιά:

-Ανοίχτε κανα παράθυρο, έχει πουμώσει ο τόπος εδώ μέσα από τα λιβάνια.

-Πω πω δεν είναι συνάχι αυτό, ρίχνω σπρέι, κάνω εισπνοές, ό,τι και να κάνω νιώθω τη μύτη μου εντελώς πουμωμένη είναι εντελώς δυσάρεστο (φφφφρ στο μαντήλι άκαρπη προσπάθεια).

Περαστικά. (από Galadriel, 21/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified