Ο γελοίος τύπος, ο σαχλός, ο αναξιοπρεπής, αυτός τον οποίον είναι αδύνατο να πάρει κανείς στα σοβαρά. Ο ίδιος όμως προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο (παράδειγμα 1).

(Σημείωση για τους γατόφιλους: ο όρος αυτός δυστυχώς χρησιμοποιήθηκε αφελώς ως όνομα γάτου στο παραμύθι «Η απαγωγή του Λούλη» της Ε.Ζ. Οι γάτοι όμως είναι πάντα αξιοπρεπείς, δεν είναι Λούληδες.)

Στην υποτιμητικότερη μορφή του ο όρος αποκτά γένος θηλυκό (παράδειγμα 2).

  1. -Ρε τον λούλη, που μου το παίζει χρήμα και μπαίνει τζαμπατζής στα λεωφορεία!

  2. -... και του λέει: «Ίσα μωρή λούλα!»...
    -Και τι του απάντησε;
    -... αντί να θυμώσει έβαλε τα κλάματα.

Ο καλός ο Λούλης τα αλέθει όλα (καθ\' ότι και πονηρούλης!) (από Vrastaman, 22/04/09)πολύ μεγάλος Λούλης και καργιούλης (από xalikoutis, 23/04/09)Καστράτο, ο λούλης (καθότι και ευνουχισμένος) γάτος του Αρκά. (από Cunning Linguist, 23/04/09)(από joe909, 01/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published