Το κούρασες μεγάλεεεεε...

Η πιο συνηθισμένη εκφορά της συγκεκριμένης παρόλας.

Η έκφραση έχει τεράστιο πεδίο χρήσης αλλά πιο πολύ στους ακόλουθους τομείς:

  • Kαμάκι: κάποιος που ψήνει μια γκόμενα τόση ώρα που μόλις τα καταφέρει, η γκόμενα θέλει αποτρίχωση.
  • Aθλητισμός: κάποιος που κρατάει την μπάλα τόση ώρα που σπάει τα μπαλάκια και των συμπαικτών αλλά και των τηλεθεατών
  • Πολιτική: όταν οι ομιλητές επαναλαμβάνουν τα ίδια πράγματα και εξαντλούν μαζί με την υπομονή μας και τον χρόνο που τους δίνεται για να μιλήσουν
  • Γραπτός λόγος: σεντόνια στο σλανγκ, που γενικά κουράζουν (υπάρχουν κι εξαιρέσεις).

    Αυτό που εννοείται και παραλείπεται από τη φράση είναι το «πράμα»! Και για να μην το κουράσω το πράμα, σταματώ εδώ.

  1. - Πάρε ένα μαλάκα που έκανε η μάνα του....
    - Μιλάμε δεν τη δίνει από το αριστερό στο δεξί! Ρε εσύ!!!
    - Το κούρασες μεγάλεεεεεεεεεε!
    - Μόνο το κούρασε; Το γάμησε και ψόφησε!

  2. - Ρε, μην το κουράζεις με το Λίλιαν.... Η κοπέλα σου φωνάζει έεελα πάρε με, κι εσύ της αναλύεις τον Βέλτσο και τα γεγονότα του Μάη του ΄68; - Κάνεις λάθος. Κατά βάθος το Λίλιαν είναι ευαίσθητο κορίτσι...
    - Άσε μας ρε καραγκιόζ...

(από electron, 31/08/10)(από electron, 31/08/10)(από electron, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αργώ εκνευριστικά. Ταλαιπωρώ εαυτόν και αλλήλους.

Συνεχίζω να μιλάω και να αναλύω χωρίς να υπάρχει λόγος.

Το γυρίζω χωρίς να το σφυρίζω.

Απλά, ο κουράσωφ.

- ... και με τα πολλά της λέω, πάμε σ' εκείνο το ταβερνάκι που έχει μπριζόλα στα κάρβουνα;
- Πια κάρβουνα ρε μαλάκα, το κούρασες, έπρεπε να τη φας τη γκόμενα επί τόπου ρε.

- Την κούρασε τη μπάλα πάλι ο Τζιοβάνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified