Τραυματίζω ή καταπονώ τον πέοντά μου σαν συνέπεια φορτικού και παρατεταμένου ξεκωλώματος συνανθρώπων μου.

Ο ξεψωλιασμένος αποκαλείται και ξεψωλιάρης, το δε αντικείμενο του ακουμπίσματός του ξεψώλι ή ξέκωλο. Εννοείται ότι κάθε ξέψωλο πού σέβεται τον εαυτό του θα ξεψωλιάσει δοθείσης της ευκαιρίας με ζήλο τον σύντροφό του.

Ο όρος μάλλον μας βρήκε εκ του αρχαίου ἀποψωλέω που όμως είχε διαφορετική έννοια, ήτοι: «επιδεικνύω το πουτσοκέφαλό μου όπου σταθώ κι όπου βρεθώ» (λατινιστί, praeputium retrahere alicui). Μεταφορικά δε, ἀπεψωλημένος απεκαλείτο πας έκφυλος ανήρ.

Εκ του αρχαίου ψωλὸς (ο έχων αποκαλυμμένη την βάλανο του μπαργαλάτσου).

εἷς μὲν λόγος μοι δεῦρ᾽ ἀεὶ περαίνεται (Έ το μισό του λόγου μου ετέλειωσ' εδώ πέρα)
Αθη ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαί γ᾽ ἀπεψωλημένος (Κ' εγώ εξεψωλιάστικα, κακή ψυχρή μου μέρα!)
(Λυσιστράτη, εδώ)

- Ξεκωλόμουνο ξεψωλόμουνο ξεψώλι εξεψώλιασε ευέξαπτoν ξεψωλιάρη...
(Πείτε το 5 φορές, γρήγορα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified