Ο πήδος, εξελληνισμός του αγγλικού fuck και λογοπαίγνιο (άσχετο) με το φυτό Φίκος.

Η λέξη «πήδος» είναι πολύ φανταχτερή, επική θα λέγαμε, περιγράφει δηλαδή μια πράξη που μας άφησε πολύ ικανοποιημένους -ως προς το εγώ μας τουλάχιστον, ενώ ο φίκος δεν έχει τόση δύναμη σαν όρος, το λέμε χαριτολογώντας ή υποτιμητικά.

Λέγεται και φίκουλας.

Τι λέει ρε μεγάλε το πάρτυ, ποιους έχεις καλέσει; Θα πέσει κανας φίκος ή θα ξενερώσουμε πάλι;

ο μπίκος του φίκου (από ironick, 02/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified