Από το τουρκικό şaşkın που σημαίνει σαστισμένος, μπερδεμένος σε σύγχυση. Σαν χαρακτηρισμός ανθρώπου μπορεί να εκτείνεται και μέχρι χαζός, βλάκας, ντελήσαββας, ντελημπάσχος.

Δεν είναι ιδιαίτερα βαρύς χαρακτηρισμός, γι' αυτό και λέγεται και περιπαικτικά. Ακούγεται στην Βόρεια Ελλάδα. Βλ. και σερσερής, σερσέμης.

  1. - Λοιπόν, πάρε τα σάντουιτς, βάλε και δυο κοακόλες σε μια άλλη σακούλα και πάν' τα στον Τέξας, στο προποτζίδικο.
    - Ναι.
    - Κόκα-κόλες σε είπα.
    - Α, ναι.
    - Σε άλλη σακούλα.
    - Α, ναι, ναι.
    - Τι ναι και ναι, άντε, τελείωνε. Πού πας ρε σασκίνη, τα σάντουιτς δεν θα τα πάρεις;
    - Α ναι...

  2. - Θα δούμε τον αγώνα απόψε, έτσι;
    - Αμάααν! Το ξέχασα και κανόνισα με το μωρό σινεμά.
    - Α βρε σασκίνη, κάτσε τώρα να δεις τον Κισλοφσκι σου ενώ παίζει η Παοκάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified