Η ακαταστασία, τα πράγματα άνω κάτω. Σβαρνιάρα γυναίκα, σβαρνιάρης άντρας.

  1. Τι σβαρνιά επικρατεί σε αυτό το σπίτι τέλος πάντων ρε γυναίκα, σκούπισε και τακτοποίησε λιγάκι, άνω κάτω είναι όλα!

  2. Μη σβαρνάς (ή σβαρνίζεις) τα πόδια σου έτσι!
    (στην περίπτωση αυτή η σβαρνιά αναφέρεται στο σύρσιμο των ποδιών καθώς κάποιος περπατά).

Σβάρνα, σχεδόν κλασική (από poniroskylo, 18/10/10)Σβάρνα υπερσύγχρονη - το συγκεκριμένο εργαλείο κάνει, λέει, 49.000 US $ (από poniroskylo, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified