Ρήμα (όχι τόσο εύηχο), που καταδεικνύει την πρόθεση ή την κίνηση κάποιου για υψηλή αξιολόγηση.

Προερχόμενο από την με άριστα το δέκα βαθμολογία, το δεκάρω χρησιμοποιείται από άτομα που θέλουν να επιβραβεύσουν, να συγχαρούν, να αποδώσουν τα εύσημα, υπονοώντας σαφώς πως βαθμολογούν με τον υψηλότερο βαθμό, ανεξάρτητα αν ως άριστα θεωρείται το πέντε, το δέκα, το εκατό, το Α κλπ, με τόνο η χωρίς.

Το λήμμα επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτοαναφορικά σε περιπτώσεις που υποτίθεται ότι τελούμε αξιέπαινες πράξεις, θέλοντας περισσότερο να περιαυτολογήσουμε, αλλά δεν το αξίζουμε πραγματικά.

Συνώνυμα: σταμάτα να μιλάς και φίλα με, σπεκ (και όλα τα συναφή όπως αστρασπέκια κ.α.), douze points!!!, όλα τα λεφτά και πολλά άλλα τέτοια.

  1. (ενώ από πίσω παίζει αυτό)
    - Πώωω! Ανασυντρίχιασα δικέ μου! Αυτό το κομμάτι σου έλεγα ρε!
    - Έλα ρε 'συ!
    - Καλό;
    - Δεκάρω φίλε!

  2. - Μαγείρεψες;
    - Δεκάρω! Έφτιαξα ένα χυλό... άλλο πράμα! Δεκάρω σου λέω!
    - Τι δεκάρεις και δεκάρεις ρε βλάκα! Αυτό είναι για να στοκάρουμε τον τοίχο όχι να το φάμε!

(από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified