Υποδηλώνει την κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος γίνεται στουπί, λιάρδα, σκνίπα, ζάντα κλπ, δηλαδή πίνει τα πόδια του, εν ολίγης μεθάει από την υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών. Αλλά μεθάει πολύ.

Ρε 'συ! γιατί ο Γιώργος κάνει οκτάρια; τις κάλτσες του ήπιε πάλι; [face palm] δεν είναι να δει οινόπνευμα αυτό το παιδί, αφηνιάζει! πίνει δίχως αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από το «υποτιμητικό ράπισμα εις τον σβέρκο» συνηθίζεται να χρησιμοποιείται και για τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, άκα ΦΠΑ.

Και αυτό όχι μόνο λόγω της ομοιότητας με τα αρχικά του αλλά και γιατί o ΦΠΑ αποτελεί εκ των πραγμάτων μια οικονομική φάπα στον εκάστοτε καταναλωτή.

  1. - Και πόσο πάει το μαλλί;
    - Με φάπα ή χωρίς;

  2. «ΦάΠΑ 2% στον καταναλωτή, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε πριν από τις κάλπες.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαχταριστή μπουκιά ψωμιού, καλά βουτηγμένη σε λάδι.

Σύνθετη λέξη από το λάδι και την μπουκιά, που προσωπικά μου θυμίζει πολλά πράματα, κυρίως όμως ταβέρνα και καλοκαίρι.

Το καλό λαδομπούκι επιβάλει φρέσκο τραγανό ψωμί και καλό ελαιόλαδο (Καλαμάτας ας πούμε) κυρίως σε ντοματοσαλάτα, ή ακόμα και στο κλασικό λαδολέμονο που σκεπάζει στοργικά πάμπολλα ψητά όπως μπριζόλες, ψάρια, λουκάνικα κλπ κλπ. Στη μειοψηφία νομίζω βρίσκονται οι του ηλιέλαιου και του τηγανέλαιου (από ψάρια ας πούμε).

Σχετικοάσχετο: παπάρα

- Μαμαζελίτσα, πάρε εδώ μπόλικο ψωμί να φχαριστηθείς λαδομπούκι.
- Excusez-moi, mais ce qui est «ladompouki»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιογράφος που εξυπηρετεί συμφέροντα υποστηρίζοντας, απροκάλυπτα ή μη, την ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς.

Σύνθετη λέξη προφ από το δημοσιογράφος και το γαύρος.

Τους διακρίνει η άκρατη (!) υποκειμενικότητα και η οπαδική συμπεριφορά, κάτι που συμβαίνει και με άλλους δημοσιογράφους του είδους.

- Έλα τώρα μωρέ που το παίζει και αντικειμενικός! ένας δημοσιογαύρος είναι κι αυτός και λέει και όλο βρωμολοχίες!
- Βωμολοχίες θες να πεις.
- Γιατί, ψέματα λέω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για την -κατά κύριο λόγο- ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς.

Δεν είναι λίγες οι φορές που η συγκεκριμένη ομάδα έχει κατηγορηθεί από το σύνολο των φιλάθλων για οικονομικές και άλλου είδους ελαφρύνσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις όπως διαγραφές χρεών, «δανεικά και αγύριστα», «στραβά μάτια» σε παράνομες μεταγραφές, μη επιβολές ποινών και πάμπολλες ακόμα παρόμοιες πράξεις. Η ιστορία, όπως αναφέρουν, ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιώς και καταλήγει μέχρι και στις μέρες μας.

Παρ' όλ' αυτά όμως πιστεύω πως ο χαρακτηρισμός εδραιώθηκε κυρίως κατά το τέλος του 80' όταν τα ηνία της διοίκησης του Ολυμπιακού πήρε στα χέρια του ο Γιώργος Κοσκωτάς, το όνομα του οποίου συνδέθηκε λίγο αργότερα με απάτες σε βάρος του ελληνικού δημοσίου και εμπλεκόμενους αρκετούς υπουργούς της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και του ίδιου του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.

Έτσι, με όλες αυτές τις άμεσες βοήθειες και διευκολύνσεις των κυβερνήσεων, συνειρμικά η ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς άρχισε να θεωρείται ως ομάδα του ελληνικού δημοσίου και οι παίχτες της ως δημόσιοι υπάλληλοι.

Άλλοι χαρακτηρισμοί: γκέι (από το gayρος), θρήνος και βοθρύλος (σε απάντηση του επίσημου θρύλος), έφηβος, γαύρος (κλασικό) αλλά και το χαρντκόρ απόγονος του Στόλου.

Η ομάδα του δημοσίου, την οποία καλούμαστε να σκίσουμε την Κυριακή, είναι ότι πιο βρόμικο στο χώρο του ποδοσφαίρου έχει να επιδείξει αυτός ο τόπος και όλα τα Βαλκάνια γενικότερα. (από νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή-παρωδία για τις άγιες μέρες του Πάσχα.

Είναι αποτέλεσμα του αθροίσματος των «ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος» και «καλό Πάσχα», συγχωνεύοντας έτσι τις ευχές των δύο μεγαλύτερων εορτών.

Λέγεται χάριν αστεϊσμού για να ελαφρύνει (ή να βαρύνει, αναλόγως) την ατμοσφαίρα των εορτών.

Συναντάται επίσης και ως «ευτυχισμένος ο νέος Πάσχας».

Σχετικό: καλώ πάσχα αλλά δεν το σηκώνει

- Μανώλη μου! χρόνια πολλά και ευτυχισμένος ο καινούριος Πάσχας!
- Να 'σαι καλά Τάκη μου, Χριστός Ανέστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό τατουάζ που εκτείνεται σε όλο το μήκος του χεριού, από τον ώμο μέχρι τον καρπό.

Το τελευταίο διάστημα έχει γίνει πολύ της μόδας (δηλαδή είναι πολύ ιν) και χτυπιέται με φρενήρεις ρυθμούς από τύπους του σταρ σύστεμ, όπως ηθοποιούς, μοντέλα, ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές κλπ., αλλά όχι μόνο.

Επίσης να σημειωθεί πως κυκλοφορούν στο εμπόριο πραγματικά μανίκια τατού. Έχουν την μορφή καλσόν με τυπωμένα διάφορα κλασικά τατού και φορώντας το, δίνεται η ψευδαίσθηση ενός ρεαλιστικού τατουάζ.

- Αν δεν έχεις εμφανιστεί σε τουλάχιστον μια διαφήμιση, δεν έχεις κάνει δήλωση στο τουίτερ που να έχει συζητηθεί και δεν έχεις βαρέσει τατουάζ μανίκι, τότε σόρυ αλλά δεν μπορείς να λέγεσαι διάσημος ποδοσφαιριστής φίλος!
- Θύμισέ μου να σε γράψω στ' αρχίδια μου.

Οι μανικαϊστές το φοράνε ασπρόμαυρο. (από σφυρίζων, 18/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φώκια ή υγρή φώκια: ειδικό στεγανοποιητικό υγρό, κυρίως για ψυγεία αυτοκινήτων τα οποία έχουν τρυπήσει ή έχουν υποστεί ρωγμή.

To υγρό στη σύστασή του περιέχει ρινίσματα χαλκού και αλουμινίου, τα οποία στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από το ελαττωματικό σημείο, το φράζουν και σταματάνε έτσι τη διαρροή.

Μια κλασική μέθοδος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος στα παλιότερα χρόνια (αλλά και στις μέρες μας ως λύση ανάγκης), ήταν η χρήση ελληνικού καφέ, όπου οι κόκκοι του παίζανε το ρόλο των σημερινών ρινισμάτων, ενώ κάποιες φορές γινόταν χρήση ακόμα και λουκουμιού.

Ενδιαφέρον ωστόσο έχει η ετυμολογία του λήμματος, καθώς η ονομασία του υγρού προέρχεται από την χειρότερη μετάφραση που μπορεί να επιλέξει κανείς, ανάμεσα στις δύο βασικές σημασίες της αγγλικής λέξης «seal», από το πλήρες «liquid seal», που αναγράφεται πάνω στη συσκευασία του στεγανοποιητικού υγρού και που εκτός των άλλων σημαίνει και «επισφράγιση - στεγανοποίηση».

Τέλος να σημειωθεί πως, αν και πειραματικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλου είδους διαρροές, όπως σε λέβητες, σε καλοριφέρ, σε ηλιακούς κ.λπ.

- Το λοιπόν, έχε μου εμπιστοσύνη. Η διαρροή μόνο με έναν τρόπο σταματάει πλέον.
- Δηλαδή.
- Απλά θα βάλουμε φώκια στο ψυγείο.
- Ααα! Άλλο τρόπο να βρεις. Εγώ είμαι μέλος της MOm.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικού τύπου ηλεκτροκίνητο ελαιοραβδιστικό χειρός.

Το όνομα προέρχεται από τη χαρακτηριστική εναλλάξ δεξιόστροφη-αριστερόστροφη παλμική κίνηση της ειδικά διαμορφωμένης κεφαλής του μηχανήματος, κάτι που θυμίζει άμεσα εκείνη την επίσης χαρακτηριστική κίνηση των χεριών.

Ωστόσο αίσθηση αναμένεται να προκαλέσει στον χώρο των ελαιοραβδιστικών το πολυαναμενόμενο μοντέλο «νταχτιρντί».

(Πάσα: Γιώργος εκ Λευκάδος)

Με δύο κουπεπέ και ένα πριγιόνjι την κάνjεις τη δουλειά σου και χωρίς κόπο.

ηλεκτροκίνητο ελαιοραβδιστικό κουπεπέ (από PUNKELISD, 14/01/13)Να και πως δουλεύει: (από PUNKELISD, 14/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται ειδική συσκευή ή επιλεγόμενη θέση στα περισσότερα πολύμετρα, η οποία, μετά από απλό χειρισμό, μας καταδεικνύει με ένα χαρακτηριστικό ήχο αν είναι κλειστό ένα ηλεκτρολογικό κύκλωμα. Ο έλεγχος γίνεται πάντα εκτός τάσης (χωρίς να έχουμε ρεύμα στο προς έλεγχο κύκλωμα, δηλαδή).

Να ένα παράδειγμα:

Έχεις ένα μάτσο από μπλεγμένα καλώδια και θες να βρεις ένα μονοκόμματο. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να βρεις όλες τις άκρες των καλωδίων, να τις καθαρίσεις από τη μόνωση ώστε να φανεί το εσωτερικό του, να κρατήσεις ενωμένο το ένα άκρο του τζιτζικιού με ένα τυχαίο άκρο από το μάτσο και, με το άλλο άκρο του τζιτζικιού, να αρχίσεις να ακουμπάς τις υπόλοιπες άκρες των καλωδίων. Όπου ακούσεις χαρακτηριστικό μπιπ, σταματάς. Τα κατάφερες! Οι δύο άκρες που έχεις στα χέρια σου τώρα, αντιστοιχούν σε ένα μονοκόμματο καλώδιο.

Άλλο παράδειγμα, πιο κοινό. Έχεις μια λάμπα πυρακτώσεως λευκή και δεν ανάβει, παρόλο που έχεις ρεύμα παντού και όλες οι ασφάλειες στον πίνακα είναι ανοιγμένες (σε θέση on) ενώ δεν έχεις πουθενά άλλη λάμπα να την αλλάξεις και να την δοκιμάσεις. Παίρνεις λοιπόν το τζιτζίκι σου (που πιθανόν να βρίσκεται στο κάτω συρτάρι της κουζίνας), ξεβιδώνεις τη λάμπα και ακουμπάς το ένα άκρο του τζιτζικιού στο κάτω μέρος της λάμπας και το άλλο άκρο στο σπείρωμά της. Αν ακούσεις χαρακτηριστικό μπιπ, πα να πει ότι υπάρχει συνέχεια στο κύκλωμα και η λάμπα είναι Ok, οπότε θες ντουί ή διακόπτη ή δεν ξέρω και 'γω τι. Αν δεν ακούσεις τίποτα, απλά άλλαξε λάμπα.

Με την ίδια διαδικασία μπορούν να ανιχνευτούν ελαττωματικά καλώδια, λάθη επαφής, βραχυκυκλώματα, λάθη συνδεσμολογίας και μερικά άλλα παρόμοια.

Η ονομασία έχει κατοχυρωθεί λόγω τις σχετικής ομοιότητας με τον ήχο γνωστού καλοκαιρινού εντόμου, αλλά κυρίως γιατί έχει προτιμηθεί από την κανονική ονομασία του που είναι «ελεγκτής συνέχειας».

Επίσης έχει κατοχυρωθεί και το παράγωγο ρήμα «τζιτζικάω», δηλ. ελέγχω ένα ηλεκτρολογικό κύκλωμα με το τζιτζίκι και διαπιστώνω ότι δεν είναι πουθενά κομμένο.

  1. - Όλα Ok;
    - Τσου,
    - Τι τσου; Το τσέκαρες με το τζιτζίκι;
    - Το τζιτζικάω και δε τζιτζικάει.

  2. Στην παλιά μου δουλειά δοκιμάζαμε καλώδια και κονέκτορες πριν την τοποθέτηση και βρίσκαμε αμέσως κομμένες ή βραχυκυκλωμένες επαφές με το βομβητή που κάποιοι συνάδελφοι αποκαλούσαν και «τζιτζίκι». Ένας παλιός συνάδελφος μου είχε πει: Τα καλώδια πριν τα συνδέσουμε, τα «τζιτζικάμε»!
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified