Χαρακτηριστική προσφώνηση αναφερόμενη στους γονείς και συγκεκριμένα στην μεν μητέρα ως «μά» στον δε πατέρα ως «μπά». Προκύπτει από την διχοτόμηση των λέξεων μαμά και μπαμπά και την χρήση της μίας εκ των δύο επαναλαμβανόμενων συλλαβών, χάριν συντομίας.

Παρατηρείται χρήση κατά κόρον εντός οικογενειακής οικίας, όπου αποδεδειγμένα το μονοσύλλαβο μά υπερτερεί έναντι του μπά, καθώς τις περισσότερες φορές η μητέρα είναι ο απόλυτος γνώστης των του οίκου και ως εκ τούτου δέχεται τις περισσότερες αναφορές.

Οι μόνες περιπτώσεις όπου το μά και το μπά συντάσσονται με τελικό σίγμα (ς) είναι κατά τον συνδυασμό τους με την κτητική αντωνυμία της (της μάς) και το άρθρο ο (ο μπάς) αντίστοιχα. Σπανιότερα συναντάμε το γιά για την γιαγιά, ενώ το παππούς είναι εκτός κανόνα.

  1. - Τελείωσες το διάβασμα που μου στρώθηκες στην τηλεόραση; Φύγε στο δωμάτιό σου!
    - Έλα ρε μπά...

  2. - Γιά, μήπως είδες τον μπά; γιατί τον θέλει η μά.
    - ...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified