Τη λέω σε κάποιον με σκοπό να διορθωθεί και να γίνει πιο αποδοτικός. Όπως το φρένο είναι συνώνυμο της επιβράδυνσης, το γκάζι δηλώνει την επίταση των προσπαθειών, συχνά μέχρι εξουθενώσεως του γκαζωμένου, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Γκάζια χώνει (ή βάζει) στους υφιστάμενους του ο προϊστάμενος, στα τεμάχια ο δίκας, στα τσιράκια του το αφεντικό κ.ο.κ, πάντοτε δηλαδή κάποιος με σχέση εξουσίας έναντι αυτού που δέχεται το (ψυχοφθόρο σε κάθε περίπτωση) γκάζωμα.

  1. από εδώ
    Έχωσε γκάζια ο Πατέρας στους παίκτες του ΠΑΟ.

  2. Θα φάμε καλά: Γκάζια έχωσε ο Υπ.Οικ. στους διευθυντές των Εφοριών, ζητώντας τους σαφάρι εσόδων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified