Στην αεροπορική ορολογία, το (μετακινούμενο) χώρισμα με τα κουρτινάκια που διαχωρίζει την διακεκριμένη (business) από την οικονομική θέση στα αεροπλάνα. Απαντάται κυρίως σε αεροσκάφη μονού διαδρόμου με μια καμπίνα, χωρίς ενδιάμεσες μόνιμες μεσοτοιχίες (όπως τα Boeing 737 της παλαιάς ΟΑ ή τα Airbus 320 της νυν Aegean / OA).

Στην απογείωση και την προσγείωση τα κουρτινάκια μαζεύονται βάσει κανονισμών ασφαλείας.

Μαρία έλα να πάμε τον μπουλμέ στην 4, θα έχουμε 14 άτομα στη μπίζνες σήμερα.

(από canopus, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική ορολογία ο μπουλμές είναι ο τοίχος μέσα στο πλοίο.

Χτύπαγα το κεφάλι μου στον μπουλμέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαπιοκάραβο, ο σκυλοπνίχτης. Προέρχεται από τη ναυτική ορολογία που σημαίνει το εγκάρσιο διαχωριστικό του σκαριού (φρακτή ή διάφραγμα).

- Ταξιδέψατε καλά από τα Κύθηρα;
- Άσε ρε! Μας βάλαν σε ένα μπουλμέ άλλο πράμα! Ξερνούσαμε σε όλο το ταξίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified