Ύβρη. Η Γενική της μάνας σου μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: το μουνί της μάνας σου, ήτοι γαμώ το μουνί της μάνας σου. Αντιθέτως η Ονομαστική δεν μπορεί να σημαίνει αποκλειστικά και μόνο η μάνα σου γαμιέται υπό εμού, μπορεί να σημαίνει και άλλα πράγματα. Λ.χ. η μάνα σου αρέσκεται να πηγαίνει βόλτα στην Μαρίνα του Φλjοίσβου και να βλέπει το ηλιοβασίλεμα ή η μάνα σου φτιάχνει καλό ιμάμ μπαϊλντί.
Το θέμα είναι ότι ούτως ή άλλως ακόμη και η Ονομαστική αντί Γενικής δεν μπορεί παρά να είναι η τελευταία βρισιά σ' ένα βρις-οφ, μετά την οποία ακολουθεί το κλωτσομπουνίδι. Ο λόγος είναι ότι δεν επιτρέπεται στον συνομιλητή να έχει καμία οικειότητα με την μάνα μου που να μην περνάει αποκλειστικά και μόνο από μένα τον ίδιο, από κάτι που του έχω πει εγώ και το οποίο πρέπει αμέσως να τσιτάρει για να μην αφεθεί ο υπαινιγμός ότι έχει απευθείας γνώση / πρόσβαση στις συνήθειες της μάνας μου. Διότι πού το έμαθε, κύριοι, ότι η μάνα μου φτιάχνει καλό ιμάμ, ή ότι της αρέσει το ηλιοβασίλεμα; Δεν είναι ύποπτο;
Πού θέλω να καταλήξω: η ονομαστική αντί της γενικής είναι μια τάση στο υβρεολόγιο, η οποία δείχνει κάποιον που ναι μεν έχει προαποφασίσει να παίξει κλωτσομπουνίδι, αλλιώς δεν θα έθιγε την μάνα του συνομιλητή, είναι όμως πιο λαρτζ, πιο μεγαλόψυχος ή και μεγάλαυχος, λίγο πιο τουκανιστής και δεν θέλει σώνει και καλά να αναφερθεί στο μουνί της μάνας, αφού έτσι και αλλιώς το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Έχει κάποιον κώδικα τιμής στο βρις-οφ ή χρησιμοποιεί ένα ζιλετάκι του Okham: αφού μπορεί να παίξει ξύλο με μια μικρότερη βρισιά, γιατί να χρησιμοποιήσει την μεγαλύτερη; (προϋποτίθεται ότι οποιαδήποτε βρισιά προς τον συνομιλητή δεν προκαλεί αναπόδραστα ξυλίκι, ενώ η αναφορά στην μάνα του, ακόμη και η πιο υπαινικτική το εγγυάται).
Εννοείται ότι η βρισιά εκφέρεται με πολλά προφορικά αποσιωπητικά, μέχρι να αρχίσει το ξύλο.
Πάσα: Jeanoir.
- Σάλσα και γαμήσου ρε μαλακιστήρι!
- Ξέρεις, η μάνα σου...
(Τελευταία ατάκα σε βρις-οφ και ακολουθεί κλωτσομπουνίδι).