Κοιτάω, παρατηρώ, κοιτώ επίμονα.

Κοίτα πώς σε κοζάρε αυτή εκεί στη γωνία τόση ώρα, άντε πήγαινε μίλα της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανίζω, βλέπω, παίρνω μάτι.

Την είδα που με κόζαρε από το απέναντι τραπέζι και της έστειλα λελούδια.

(από Kilerakias, 12/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified