Λέγεται και (ο) ζαερές. Οι προμήθειες, τα εφόδια, οι ζωοτροφές, η κουμπάνια.

Το ακούμε στην Κρήτη να χρησιμοποιείται από βοσκούς ορεινών περιοχών. Την λέξη δίνουν: (α) ο Ξανθινάκης στο Γλωσσάρι της Δυτικής Κρήτης και (β) ο Τσιριγωτάκης στον Θησαυρό της Κρητικής Διαλέκτου, ως προερχόμενη από το χωριό Ακούμια της επαρχίας Σπηλίου, στο Ρέθυμνο, την χαρακτηρίζει όμως ως φθίνουσα.

Την βρίσκουμε και σε ένα γλωσσάρι της κοζανίτικης διαλέκτου, εδώ.

Στην Μακεδονία υπάρχει και η φράση: Κοίτα το ζ(α)ερέ σου, με την έννοια «κοίτα την δουλειά σου», «ασχολήσου με τις υποθέσεις σου και μην ξανοίγεσαι», κατά το αγγλικό mind your own business. Ακούστηκε να λέγεται από μητέρα προς γιο. Η μητέρα είναι απ' τη Χαλάστρα (επίσης «Πύργος» ή «Κουλιακιά»), κοντά στη Θεσσαλονίκη και η φράση καταγράφηκε πρόσφατα, άρα λέγεται ακόμα.

Την λέξη διασώζει και ένας τύπος που ανεβάζει στιχάκια στο διαδίκτυο, εν έτει 2009, βλ. 3ο παράδειγμα.

Προέρχεται από το τούρκικο zahire (= εφόδια).

Βίκαρ κατέγραψε σε δημόσιο πρόχειρο, Μπετατζής συνέγραψε, Βίκαρ βοήθησε.

  1. Κάμε κουμάντο το ζαϊρέ, γιατί θα 'χομε βαρύ χειμώνα οφέτος.

  2. Δημοτικό τραγούδι, από εδώ :

Σαββάτο βράδυ πέρασα από το Mεσολόγγι
κι ήταν Σαββάτο των Bαγιών, Σαββάτο τ' Aϊ-Λαζάρου
κι άκουσ' αντρίκεια κλάιματα, γυναίκεια μοιρολόγια.
Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, δεν κλαίνε για το φόνο,
μόν' κλαιν που σώσαν το ψωμί κι η πείνα δε βαστιέται.
Στες εκκλησιές μαζώχτηκαν, όλοι, μικροί-μεγάλοι,
ένας στον άλλο έλεγε, ένας στον άλλον λέγει:
«Aδέρφια, τι θα κάμουμε στο χάλι που μας βρήκε;
Δυο μήνες τώρα πέρασαν που ο ζαϊρές εσώθη,
φάγαμε ακάθαρτα σκυλιά και γάτες και ποντίκια.

  1. Από εδώ

Κάτω στο μεγάλο πέρασμα,
στη μεγάλη την μπασιά,
σε βαστάν' για ένα κέρασμα,
σταματάς για δυο κρασιά...

Κοκκινέλι αγιορείτικο,
παστουρμά για ζαϊρέ,
τσιφτετέλι μερακλίδικο
και παθιάρικο αμανέ.

...............................

Ωχ αμάν κι αμάν αμάν
τα κορμάκια μας πού πάν' ,
-φανταράκια στη σειρά,
διψασμένα, νηστικά;

Zαουάντ Ζαϊρί (από allivegp, 26/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified