Η τρέλα, αλλά και ο τρελός.
Από το ιταλιάνικο saltare, απ' όπου και το ρήμα σαλτάρω ή σαλτέρνω (βλ. εδώ ή εδώ).
Έχει πέσει πολλή σάλτα τελευταία, ο κόσμος δεν πάει καλά.
Το άτομο είναι τελείως σάλτα.
Δες και -α.
Got a better definition? Add it!
Published 2010-12-12 14:30:33+00:00 Last modified 2013-11-22 03:54:27+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.