Λέγεται κι έτσι το προφυλακτικό κάλυμμα, από ελαστικό υλικό που τοποθετείται σφιχτά στο εγερμένο ανδρικό μόριο πριν τη διείσδυση του στον γυναικείο κόλπο, προς αποφυγή τόσον ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης όσο και μεταδοτικού αφροδίσιου νοσήματος.

Επίσης λάστιχο, καπότα, προφυλακτικό, τσουτσού φερετζέ, σκουφίτσα, αλεπουδίτσα, μπεμπέκα.

Στον περιπτερά:
- Δώσε μου ένα Μάρλμπορο κι ένα κουτί προφυλακτήρες σε παρακαλώ.

(από iwn, 12/12/10)(από iwn, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified