Απογοητεύω, αφήνω σύξυλο, κόβω τον αέρα από κάποιον.

- Τού 'λεγα επί μία ώρα τα σχέδιά μου για τη μπάντα και μ' άφηνε να μιλάω σά μαλάκας, ώσπου όταν τον ρώτησα αν θέλει να παίξει, με γείωσε άσχημα.
- Τί σου είπε;
- Ότι έχει λέει «ξεπεράσει το μέταλ»...
- Ρέ την ψωνάρα.

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακυρώνω, παρατάω, αφήνω στα κρύα του λουτρού.

  1. Τον περίμενα μέσα στο κρύο μέχρι τις 10 και δεν ήρθε. Με γείωσε ο μαλάκας.

  2. Ήταν να πάμε για ποτάκι, αλλά το γειώσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified