Κυριολεκτικά, η σκόνη, ο κουρνιαχτός.

Μεταφορικά: η μάζα, το σύνολο, το μπούγιο, το χάος, το κοπάδι, η αγέλη (μεταφορικά πάλι). Προφ, όταν ένα σύνολο Χ μετακινείται, σκων' σκον'.

Έκφραση: «με τον μπουχό» = κοπαδηδόν.

Βλ. και γίνομαι μπουχός, βλ. και εδώ.

Δεμπάω διακοπαί με το μπουχό, προτιμώ να κάτσω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο παρελθόν η λέξη στα Επτάνησα αναφερόταν και στην ανάπαυλα για ξεκούραση.

Κάτσε εδώ στην σκιά να πάρουμε τον μπουχό μας.

Got a better definition? Add it!

Published