Έκφραση με την οποία υποτιμούμε την σοβαρότητα των λόγων ή των πράξεων ενός ανθρώπου, αλλά και αυτού του ίδιου συνολικά.

Έχει ένα υποβόσκον πατρονάρισμα· το «καλά» ως συμφωνία χρησιμοποιείται ειρωνικά/συγκαταβατικά (με την κακή έννοια). Την μισή δουλειά την κάνει η εκφορά, γι’ αυτό στον γραπτό λόγο συνήθως ακολουθείται από αποσιωπητικά - επιφυλάσσομαι για ανάρτηση ηχητικού.

Συγγενεύει με το ό,τι νά 'ναι, το φέξε μου και γλίστρησα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας κλπ. Λέγεται και «άι καλά».

  1. Από εδώ:

Α,ΚΑΛΑ ΣΚΑΝΕ ΟΙ ΒΟΜΒΕΣ Η ΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ.ΚΑΛΑ ΤΙ ΣΟΙ ΖΕΥΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ.ΤΑ ΕΧΟΥΝ 7 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕΝΟΥΝΕ ΜΑΖΙ.ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΑΚΟΥΩ.

  1. Από εδώ:

Αυτό είναι το σκηνικό δράσης του νέου, 12ου συνολικά, δίσκου τους. Αν όμως έχετε ήδη αρχίσει τα «α, καλά, κατάλαβα», τότε έχετε κάνει το ολέθριο λάθος να υποτιμήσετε την κλάση των Metallica.

  1. Από εδώ:

αϊ καλά, το iphone που λεςτο μπέρδεψα με το iphoto

Got a better definition? Add it!

Published