Ιδιαίτερα σκληρός χαρακτηρισμός μπάζου το οποίο κι ο έσχατος σαβουρογαμόσαυρος δεν θα άγγιζε ούτε με ξένο πούτσο.

Ως κύριο όνομα αποτελεί μάλλον νεολογισμό. Εκ του ζάρα (< ζαρώνω), καμία σχέση με τα ομώνυμα καταστήματα (όπου ωστόσο ενίοτε συχνάζουν και ζάρες).

- Ήρωας ο Ιωακείμ που κοιμάται πλάι σ' αυτή την ζάρα! - Να μασάς σκατά και να φτύνεις, γιατρέ μου!

- Μουάχαχα, ποιον νομίζεις ότι θα ικανοποιήσεις μα αυτό το θλιβερό γαριδάκι; - Εμένα, μωρή ζάρα, εμένα!

Ζάρα μπερκέτι ά...μμμμ!....ω (από GATZMAN, 14/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified