«Έχω κάποιον στο φτου»: έχω κάποιον στο φτύσιμο, τον φτύνω, τον κλάνω, τον έχω χεσμένο, τον υποτιμώ, τον υποβιβάζω και όλ' αυτά τα καλά.

Για να μάθει και ο ξένος μεταφραστής, «φτου» είναι ο ήχος που κάνουμε όταν φτύνουμε.

- Δεν σε βλέπω ευχαριστημένο με τη Σάσα...
- Τι ευχαριστημένος να είμαι ρε μαλάκα, όλο στην αναμονή και υποσχέσεις και κοντραπαξιμάδια, και κοκό γιοκ. Με έχει στο φτου, χαλαρά.
- Ρε μπας κι είναι παρθένα;
- Ναι, παρθένα από κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published