Ο ζωτικός υπάλληλος του τμήματος μηχανογράφησης σε έναν οργανισμό. Προέρχεται από ελληνικοποίηση του όρου BOFH, που σημαίνει Bastard Operator from Hell. Τυπικά υπάγεται σε τουλάχιστον μία υποκατηγορία, όπως ρουτέραρχος ή ντάτα μπέης. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να χαρακτηριστεί κάποιος ως μπόφης είναι να έχει κακούς τρόπους ή ατημέλητο ντύσιμο, που είναι ένδειξη πως είναι απαραίτητος στον οργανισμό ώστε να του επιτρέπονται αυτά. Τυπικά προκαλεί δέος σε όποιον έχει την ανάγκη του.

–Ακόμα δεν μου έχει ανοίξει email και δεν απαντάει στο εσωτερικό. Να πάω ο ίδιος να του το θυμίσω;
–Θα πας ο ίδιος στον μπόφη; Χάρηκα που σε γνώρισα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified