Παλιά λαϊκή έκφραση, που αξίζει να διασωθεί.
Σήμαινε τον ατσούμπαλο, τον κακοβαλμένο, π.χ. κάποιον που δεν του πάνε τα ρούχα είτε διότι είναι κληρονομιαία, είτε λόγω ανοικονόμητης πατσοκοίλας, είτε γιατί είναι αδύνατος σα λιανοκέρι και «σακκουλιάζουν» ή «κρεμάνε» πάνω του.
Μάλλον από την λέξη σά(κ)κος ( > σα(κ)κούλα/σα(κ)κάκι κλπ, μάλιστα σάκος είναι και η επίσημη ονομασία ενός ιερατικού ενδύματος) και δεν έχει σχέση με την έκφραση σακ(κ)ουλεύομαι ή την σχετική ερώτηση σακκουλετζέμ; < ψαχουλεύω / -ομαι.
Εξ άλλου, όταν κάποιος φορά ένα ετοιματζίδικο κοστούμι, που δεν του πέφτει «γάντι» γιατί δεν ταιριάζει απόλυτα στον σωματότυπό του, λέμε ότι είναι «σα σακκί με πατάτες», ή όταν κάποιος είναι ζαρωμένος απ’ την κακή σίτιση λέμε είναι «σα σακκί με κόκκαλα».
Η παρομοίωση της τσαλακωμένης σακκούλας με τα σταφιδιασμένα γκογκόβια, γίνεται αισθητή στην λαϊκή ρήση τ’ αρχίδια μας κουνιούνται δεξιά κι αριστερά κι εσύ θαρρείς πως είναι σακκούλια με φλουριά.
Σχετικά, επιβιώνει ως παραλλαγμένο επώνυμο μεγάλης φίρμας νομικών εκδόσεων, ενώ την έκφραση αναφέρουν ο Αυλωνίτης σε κάποια παλιά ταινία, ένεκα που του πήγαινε μεγάλο ένα σακκάκι, οι Πλέσσας – Βίρβος στον δίσκο «Πανόραμα» (1971) που αφιερώνουν ένα τραγουδάκι στον λεγόμενο Σακκουλέ, έναν ατσούμπαλο γραφικό τύπο της Αθήνας των αρχών του 20ου αιώνα κι ο Ζαμπέτας στον «Αράπη» (1965):
[...] Γουστάρει κι αγαπάει, το μαύρο, το σκύλο, τον αράπη, το σατράπη, το χασάπη, το μανάβη, το μπακάλη, τον κουρέα, τον Αντρέα, το Σαλέα, το μαλέα, τον Πελέ το χαβαλέ, το λεχρίτη τον Κοπρίτη, τον κοιλιά το φαταούλα, το σακουλέα, το χλαμπαλέα, το Λέων, το Τιμολέων, το Ναπολέων, τον Άρη, το Θεοχάρη, το σαλιάρη, το μαλλιάρη, τον κουταλιάρη, τον Α-άπηηη [...]
Όοοοοοοοοαααααααααααα!!!
- Ρε σακκουλέα, βάλ’ το πουκάμισο μέσα απ’ το παντελόνι, πώς κυκλοφορείς έτσι;
- Μπααα δε βαριέσαι, δε γίνεται τίποτα... Και μέσα απ’ το σώβρακο να το βάλω, θα ξαναβγεί...