Εκφέρεται με αναφορά σε πράξεις που πρέπει να γίνουν ή και σε αντικείμενα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε (π.χ. επειδή δεν υπάρχει μονολεκτικός όρος).

- Πήρα τηλ. τη Φρόσω και της είπα τα δέοντα.
- Τι δηλαδή;
- Ε, να ότι γουστάρω και τα τοιαύτα.

- Συγγνώμη, μήπως μπορείτε να ανάψετε τα δέοντα;
- Εννοείτε τις σόμπες;
- Ναι ρε φίλε είμεθα καπνιστές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος χαιρετισμού που χρησιμοποιούσαν οι παλαιότεροι στον προηγούμενο αιώνα, πολλές φορές και χωρίς να γνωρίζουν την ακριβή σημασία της φράσης.

«Τα δέοντα»: ουσιαστικοποιημένη μετοχή ουδετέρου γένους που σημαίνει «αυτά που πρέπει».

  1. Να δώσεις τα δέοντα στους δικούς σου.

  2. Αυτός πράττει πάντα τα δέοντα.

  3. Στείλε τα δέοντα.

Κάπου στο 0.30 (από Khan, 03/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified