Δοκίμως, το σαφρίδι είναι ψάρι με επιστημονικό όνομα τράχουρος ο γνήσιος και ετυμολογείται από το σαυρίδι. Σλανγκικώς είναι το αρχίδι, απλά και μόνο επειδή μοιράζονται την κατάληξη -ίδι, καθώς και τέσσερα φωνήματα στο σύνολο. Συνήθως στον πληθυντικό, σαφρίδια.

  1. - Χρόνια πολλά ερωτευμένοι, τι δώρο;
    [...] μου απαντησε:
    «Ενα...σαφριδι!»
    Ε, καλα, δεν μου ειπε ακριβως «σαφριδι» αλλα πιανετε το νοημα. (Εδώ).

  2. Παραιτήσου αμα εχεις σαφρίδια και κοψε τις λλακίες! (Εδώ).

  3. και με καβάλησε χαιδεύοντας συνεχώς τα σαφρίδια μου, μετά από 5λεπτο και αφού (έκανε ότι) έχυσε, ξεπέζεψε και μου έστησε το κουλουράκι της. (Εδώ, για ενηλίκους).

Θα μου κλάσεις έναν κουβά σαφρίδια! (από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published