Για να δηλώσει ότι κάτι είναι κοινό, στη μέση, για όλους.

Πολυφορεμένη λέξη σε μεζεδοπωλεία, ταβέρνες και όπου παίζει τρελή μασαμπούκα.

(Συνομιλία πελάτη-σερβιτόρου σε ταβέρνα)

- Δυο τζατζίκια, τρεις πατάτες, μία τυροκαυτερή, μια χωριάτικη, ένα σαγανάκι και ένα λουκάνικο για τη σέντρα και ότι πάρουμε ατομικά.
- Παιδιά είναι πολλά δε θα τα φάτε...
- Ηρέμησε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γραμμή αναφοράς στο λόχο όπου οι φαντάροι είτε αιτούνται άδεια / έξοδο / διανυκτέρευση, είτε απολογούνται για κάποιο παράπτωμα που τους παρέπεμψε ο ανώτερος τους με σκοπό να τιμωρηθούν.

Άσ' τα να πάνε ρε σειρά, χτες με έπιασε ο λοχίας να κοιμάμαι στη σκοπιά και σήμερα με έχει βγάλει στη σέντρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεντρα: εφυμισμός που δηλωνει οτι κάποιος προκαλεί εναν αλλον ή την παρεα του να βρεθουν για να παίξουν μπουνιές. Κυρίως μεταξυ εφήβων της Πάτρας. Πολλές φορές έχει ειρωνική χροιά σε παρέες που τσακώνονται

ετσι εισαι ρε σεντρα στο μολο σε προκαλω Σάββατο 8 το βράδυ μονος σου μονος μου, αμα δεν ρθεις εισαι πουστης.

Got a better definition? Add it!

Published