Στα ποδανά το φιξάκι, δηλαδή μικρή ποσότητα / δόση πρέζας ή κόκας. Ο τόνος μπορεί να τοποθετηθεί και στην προπαραλήγουσα ή παραλήγουσα, ενώ λέγεται και ψάκι ή ξάκι.
Πάσα: John Black.
Το ξακιφί που του πασάρανε τον αποτελείωσε.
Got a better definition? Add it!
Published 2011-04-19 08:03:36+00:00 Last modified 2015-05-05 18:28:43+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.