Έχω φλιπάρει, έχω πάθει ταράκουλο, έχω γίνει φεύγα, έχω σαλτάρει, όχι για τα καλά, αλλά προσωρινά, ένα μικρο-σοκ δηλαδή, συνήθως επειδή τρόμαξα, έπαθα την μούνα μου από κάτι, αιφνιδιάστηκα, ερωτεύτηκα, τέτοια.

Μπορεί όμως και να σημαίνει ότι την έχω ακούσει δια παντός, έχω λαλήσει.

Προφ από το λα λα λα που τραγουδάει (;) ο τρελός.

  1. Μιλάμε το άτομο έχει πάθει λαλά από τότε που γνώρισε το πρόσωπο. Μας έχει όλους κλασμένους.

  2. Η μάνα της κάποια στιγμή έπαθε λαλά και άρχισε τα κορακίστικα κι έκτοτε μιλάσει μόνο έτσι.

Λάλησε ο Λάλας (από GATZMAN, 22/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified