Ξεσκίζομαι στο γαμήσι και τα παραφερνάλια του μέχρι να μου φύγει ο πάτος.
Το ενεργητκό ξεκωλιάζω είναι λιγότερο συνηθισμένο. Πρβλ. ξεπατώνω.
Καμιά φορά χρησιμοποιείται και με την έννοια του ξεκωλώνομαι.
Ξεσκίζομαι στο γαμήσι και τα παραφερνάλια του μέχρι να μου φύγει ο πάτος.
Το ενεργητκό ξεκωλιάζω είναι λιγότερο συνηθισμένο. Πρβλ. ξεπατώνω.
Καμιά φορά χρησιμοποιείται και με την έννοια του ξεκωλώνομαι.
Got a better definition? Add it!