Η (σ)έξαλλη ερωτική ζωή, γεμάτη καταχρήσεις, τρελό σεχ, ντρόγκες κουτουλού. Καταστάσεις που σε σε ξεκωλιάζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Δεν λέγεται στον ενικό παρά μόνο για πλάκα.
Βλ.
- ξεκωλιάρης
- ξεκωλόμουνο
- ξεκωλόγρια
- ξέκωλο
ξεκωλοπατόμουνο κλπ
που προέρχονται από το ρ. ξεκωλιάζομαι και όχι από το ρ. ξεκωλώνομαι.
Μην την κοιτάς που έγινε θεούσα, είναι επειδή μετάνιωσε για τα ξεκωλαριλίκια που έκανε μια ζωή...