τραβάγια (η): κρητιστί = ο μπελάς.
Βάζω τραβάγια σε κάποιον = του ανοίγω δουλειές, του βάζω μπελάδες, τον βάζω σε περιπέτειες, τον φορτώνω, τον χώνω.
Από το γαλλικό travail.
Δείτε πιο πολλά εδώ.
Ασίστ: nick, βεβαίως βεβαίως.
- Να πα να πεις του Μαθιού ότι εγώ δεν είπα πράμα για τη Βαγγελιά.
- Μη μου βάνεις τραβάγιες. Δεν πάω ποθές!