Υποζύγιο, είτε ως μεταφορικό, είτε ως ζώο ζευγμένο σε μαγκάνι. Γενικότερα γαϊδούρι ή μουλάρι.
Συναφές προς το της Κοινής Ελληνικής κάματος = κόπος, εξ ου και οι νεολογισμοί μεροκάματο, μεροκαματιάρης.
Σημαντική λέξη διότι διατηρεί την αρχαία σημασία του κάμνω = κοπιάζω.
Είκοσι καματερά προικιά κουβαλήσαμε από της νύφης στου γαμπρού.