Είναι μια πολύ ωραία γκόμενα που όταν πας να της την πέσεις πάει να σε κάνει μανούρα, λες και πήγες να τη βρίσεις. Συνήθως κοιτάζει και γύρω της με ύφος μανουριάρικο γιατί τη ξύνει το κωλί για καυγάδες!
Είναι μια πολύ ωραία γκόμενα που όταν πας να της την πέσεις πάει να σε κάνει μανούρα, λες και πήγες να τη βρίσεις. Συνήθως κοιτάζει και γύρω της με ύφος μανουριάρικο γιατί τη ξύνει το κωλί για καυγάδες!
βλ. μανούλι, μανάρι, μανουρομάναρο, μαναρομάναρο, μανουλομάνουλο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified