Μαλακοπιτουρίνιο: ο αρχιμαλάκας που έχει αναγάγει την μαλακία εις άθλημα / επιστήμη με άριστες επιδόσεις.

  1. Ποιος; Αυτός; Μεγάλος μαλακοπιτουρίνιο!

  2. Ρε τον μαλακοπιτουρίνιο, την έκανε πάλι!

βλ. και μαλακοπίτουρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified