«Είμαι τουφέκι» ίσον είμαι μονόχνωτος, μονοκόμματος, έχω παρωπίδες, βλέπω μόνο προς μία κατεύθυνση, όπως δηλαδή βαράει το τουφέκι.
Εγώ δεν ήμουν τουφέκι, εγώ γυρόφερνα...
«Είμαι τουφέκι» ίσον είμαι μονόχνωτος, μονοκόμματος, έχω παρωπίδες, βλέπω μόνο προς μία κατεύθυνση, όπως δηλαδή βαράει το τουφέκι.
Εγώ δεν ήμουν τουφέκι, εγώ γυρόφερνα...
Got a better definition? Add it!
Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.
Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.
- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;
Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.
Got a better definition? Add it!