Έκφραση αδιαφορίας για την αντιπάθεια που προκαλέσαμε σε κάποιον. Η αδιαφορία αυτή είναι μερικές φορές βεβιασμένη και προσπαθεί να υποκρύψει την ανασφάλειά μας, μήπως κάναμε κάτι που δεν έπρεπε και συνεπώς μήπως φταίμε κι εμείς.
Στην λογική ότι δεν μπορείς να τα έχεις καλά με όλους, ότι κάποια στιγμή κάποιον θα δυσαρεστήσεις. Όσο περνάνε τα χρόνια όμως το αποδέχεσαι και βρίσκεις παρηγοριά στο ότι, ακόμα κι αν έχασες μια συμπάθεια, το άθροισμα από τους υπόλοιπους φίλους βγαίνει θετικό. Καταγράφεις την ζημιά και πας παρακάτω, όπως ένας πολιτικός σε προεκλογική περίοδο. Και επειδή εν προκειμένω «δεν κατεβαίνεις για δήμαρχος» που λένε, δεν αγχώνεσαι ιδιαίτερα.
Πρβλ. Τι είχαμε τι χάσαμε (ψωλέο σε ξεχάσαμε).
- Όπα ρε, γιατί της πέταξες αυτό για τον αδερφό της;
- Γιατί; Αφού αλήθεια είναι. Λες γι' αυτό να τό 'κλεισε;
- Σου τό 'κλεισε γκρανκ; Στα μούτρα;
- Ε σχεδόν... Τεσπά, μια ψήφος λιγότερη, τι να κάνουμε τώρα.