Πληθωριστικό χρήμα. Άνευ αξίας χαρτονόμισμα.

Πακοτίλιες ο κόσμος ονόμαζε τα πληθωριστικά χαρτονομίσματα στην εποχή του μεγάλου πληθωρισμού προς το τέλος της γερμανικής κατοχής.

Ετυμολογικά νόμιζα στην αρχή ότι η λέξη προέρχεται από το γαλλικό pacotille που σημαίνει ευτελές αντικείμενο, ένα σκουπίδι (marchandise de très faible valeur). Μετά από ψάξιμο προέκυψε ότι η λέξη προέρχεται από το ιταλικό paccottiglia που προφέρεται ακριβώς όπως η δικιά μας πακοτίλια και έχει ακριβώς την ίδια σημασία. Βλέπε το Il Piccolo Palazzi Dizionario de la Lingua Italiana.

- Πόσο έχεις τις πατάτες;
- Δεν παίρνω πακοτίλιες! Λάδι έχεις;

Πληθωριστικό χρήμα (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified