Λαϊκή εκφορά της λέξης βαπόρι (< vapeur = ατμός ΚΑΙ ατμόπλοιο κατά συνεκδοχή στα γαλλικά), στην έκφραση «'μ' έκανες βαπόρι» με τη σημασία «με θύμωσες, μ' εξόργισες ώς το μη περαιτέρω», ή μου προκάλεσες ακατανίκητη σεξουαλική διέγερση.

  1. Μ' αυτό που μου είπες... μ' έκανες βαπόρι.

  2. Απ' αυτό που άκουσα... έγινα βαπόρι.

  3. Μη μου κάνεις τέτοια... γιατί γίνομαι βαπόρι.

  4. Μ' αυτά που βλέπεις στα περιοδικά... γίνεσαι βαπόρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified