Λενικό ή ελλενικό (χωράφι): Γόνιμο, μαξουλίδικο, βαλίδικο, ψωμερό, γεννηταρούδικο χωράφι.

Σε χρήση στην ύπαιθρο Χανίων και Ρεθύμνου.

[i]Προσοχή ετυμολογικά δεν προέρχεται από το ρώσικο Lenin!... αλλά σύμφωνα με το Λεξικό του δυτικοκρητικού ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη από τη λέξη ελληνικό.[/i]

Ελλενικό χωράφι είναι και κάνει ό,τι κι ανε ντου βάλεις.

Λενικό χωράφι (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified