Ζάβαλης, -λη: Κακόμοιρος. Από το τούρκικο zavalli = ταλαίπος, καημένος.

Συνηθίζεται στη κλητική άναρθρα και λέγεται με αγαθή διάθεση. (Βλέπε Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη).

Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι σε καθημερινή χρήση στην Κίσσαμο κυρίως, αλλά όχι στον Αποκόρωνα,όπου, σύμφωνα με τη Μαρίκα Τζεράκη-Βλασσοπούλου (Η Τζαμπιώ στο μικρόφωνο, Χανιά 1978, Πρόλογος σελ.3), μπορεί να γίνει αιτία παρεξήγησης, καθώς νομίζει ο Αποκορωνιώτης ότι τον λες ζαβό, δηλαδή παλαβό.

Κάμε κι αλλιώς ανε μπορείς ζάβαλε.

Στο 3:54 ακούγεται (από GATZMAN, 08/10/11)Ζάβαλης (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified