Σχήμα ευγενικής άρνησης σε προσφορά φαγητού, ποτού και τέτοια. Δεν είμαι φίλος ίζολ δεν το συνηθίζω, δε μ'αρέσει.

Χρησιμοποιείται και ως γείωση.

  1. (στο πιο ορίτζιναλ)
    - Γλυκεράκι να κεράσω;
    - Όχι ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος...

  2. - Χικ...ένααα...κόκι τζόνικο να κε'άσω φι'α'άκ';
    - Ευχαριστώ μάστορα, δεν είμαι φίλος.

  3. - Ρε τι θες ρε γαμημένε, να σε γαμήσω;
    - Νά 'σαι καλά, δεν είμαι φίλος.

  4. - Ωπ, παλλικάρι, εδώ είσαι. Τσιμπουκάκι, πισωκολλητό, ελεύθερα πιασίματα πενήντα γιούργια. Τι ψυχή έχουνε; Να στανιάρεις να πούμε, να ξεχαρμανιάσεις, να γραδάρεις, να 'ρθείς στα ίσα σου, πώς το λένε.
    - Την είδες τη γριά πού 'χεις μέσα; Ευχαριστώ, δεν είμαι φίλος.

Μια ζωή παρουσιάστε, σαν εκπαιδευμένος σκύλος - εγώ δε θα πάρω άλλο, φχαριστώ δεν είμαι φίλος (από HODJAS, 14/10/11)-Ποια είναι η γνώμη σας για τα Ημισκού; [...] εντάξει, δεν είμαι και πολύ φίλος του ψαριού.  (από xalikoutis, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified