Εκθέτω. Ξεμπροστιάζω. Παίρνω τα κρυμμένα και τα φέρνω στο φως του ήλιου, εκεί που όλοι μπορούν να τα δουν. Κατ' επέκταση ξεφτιλίζω.

Λάκα είναι το ξέφωτο στην ύπαιθρο, το ανοιχτό πεδίο, το αβέρτο. Όταν κάτι βγαίνει στη λάκα είναι ορατό σε όλους και εκτεθειμένο. Όπερ έδει δείξαι. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν και επεξηγήσεις, το πρώτο για τη χρήση του λήμματος, το δεύτερο για την επεξήγηση του «λάκα» από μόνο του (προφ ως τώρα υπήρχε πάντα η ανάγκη διευκρινήσεων, τώρα υπάρχει πια ο παρών κανονικός ορισμός, πάει κι αυτή η εκκρεμότητα).

Μην τα μπερδεύετε με: την απόλυτα λεξικογραφημένη λάκα - βερνίκι (χαρακτηρίζει και έπιπλα ενίοτε λόγω βαφής), τη φυ-λάκα και βεβαίως τον μα-λάκα. Αυτά βγαίνουν στο γούγλε γούγλε βέβαια αλλά καμία σχέση.

Εκεί: [...] Αμα πάλι έδειχνε κάποια τσόντα, υποτίθεται, για εκείνη την εποχή π.χ. ο ηθποποιός να φιλήσει την ηθοποιό, [...] Αλλες πάλι συντηρητικές γυναίκες έλεγαν δυνατά: «Κοίτα την παλιοβρόμα που δεν ντρέπεται, πάει ...; χάλασε ο κόσμος, τα βγάλανε ούλα στη λάκα». Τα βγάλανε ούλα στη λάκα σήμαινε ότι τα βγάλανε όλα στη φόρα και δεν σέβονται κανέναν. Ακούς εκεί να φιλιώνται σαν τα γαϊδούρια. Θεός φυλάξοι καιτί άλλο έχουμε οι κακόμοιροι ακόμα να ειδούμε.

Εδώ: Πατέρας: όταν θα πεθάνω γιε μου να μη με θάψετε αλλά να μ' αφήσετε στη 'λάκα' ( ύπαιθρο )
Γιος : ¨Μα θα σε τρώνε τα όρνια πατέρα..
Πατέρας: Ε ! Τότε να μου αφήσετε δίπλα μου και τη μαγκούρα για να τα διώχνω..

Γκιώνα: Η τοποθεσία "Λάκα Σπανάκι" ανεβαίνοντας για την Βαθιά Λάκα. Στο βάθος η Πυραμίδα. (από Galadriel, 10/11/11)Γκιώνα: Η Βαθιά Λάκα το καλοκαίρι.. (φωτός του Bear) (από Galadriel, 10/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published