1. Ερωτοτροπώ χαζοειδώς, σαλιαρίζω.

  2. Χαζολογάω, ασχολούμαι με μη σοβαρά πράγματα σε άκαιρο χρόνο.

  1. Η γυναίκα του είναι στο νοσοκομείο κι αυτός όλη μέρα καυλομανάει με τις πιτσιρίκες στο γραφείο.

  2. Επιτέλους θα έρθεις να μας βοηθήσεις; Εμείς πνιγόμαστε στη δουλειά και συ καυλομανάς στον υπολογιστή και στο κινητό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified